οἰκουμενικά

οἰκουμενικά
οἰκουμενικός
of
neut nom/voc/acc pl
οἰκουμενικά̱ , οἰκουμενικός
of
fem nom/voc/acc dual
οἰκουμενικά̱ , οἰκουμενικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οἰκουμενικάς — οἰκουμενικά̱ς , οἰκουμενικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • παγκόσμιος — α, ο (ΑΜ παγκόσμιος, ον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλο τον κόσμο νεοελλ. 1. φρ. α) «παγκόσμια έλξη» η ιδιότητα τών ουράνιων σωμάτων να ασκούν αμοιβαίως ελκτικές δυνάμεις οι οποίες τείνουν να προσεγγίσουν το ένα στο άλλο β) «παγκόσμια… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μουρνάου, Φρίντριχ Βίλχεμ — (F.W. Murnau, Μπίλεφελντ 1888 – Καλιφόρνια 1931). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γερμανού σκηνοθέτη και ηθοποιού του κινηματογράφου Φρίντριχ Βίλχελμ Πλουμπ (Friedrich Wilhelm Plumpe). Σπούδασε Φιλολογία και Ιστορία Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του… …   Dictionary of Greek

  • Σέντερμπλουμ, Ναθαν — (Sdderblom). Σουηδός κληρικός και ιστορικός των θρησκειών (Σεντερχάμν 1866 Ουψάλα 1931). Λουθηρανός ιερέας, διατέλεσε καθηγητής της φιλοσοφίας και της θεολογίας στην Ουψάλα από το 1901, της ιστορίας των θρησκειών στη Λιψία από το 1912 και από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”